ἁμάμαξυς

ἁμάμαξυς
ἁμάμαξυς
vine trained on two poles
fem nom sg
ἁμάμαξυς
vine trained on two poles
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αμάμαξυς — ἀμάμαξυς ( υος και υδος), η (Α) κληματαριά που στηρίζεται σε δύο πασσάλους 2. χωλός που στηρίζεται σε δύο βακτηρίες. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη άγνωστης ετυμολογίας. Απαντά και τ. άμάμαξυς με δασεία κατά παρετυμολογική σύνδεση με το επίρρ. ἅμα «συγχρόνως,… …   Dictionary of Greek

  • ἁμάμαξυν — ἁμάμαξυς vine trained on two poles fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψευδαμάμαξυς — αμάξυος, ὁ, Α ψευδής άμπελος, φυτό που μοιάζει με κλήμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + ἁμάμαξυς «άμπελος»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”